Ο ψευδάργυρος είναι ένα ιχνοστοιχείο που λειτουργεί ως δομικό και ρυθμιστικό συστατικό περισσότερων από 300 ενζύμων και σε κυτταρικό επίπεδο, εμπλέκεται στον πολλαπλασιασμό, τη διαφοροποίηση και την απόπτωση (4,5).
Βασικές λειτουργίες που απαιτούν ψευδάργυρο περιλαμβάνουν την ανοσία, την αναπαραγωγή, την όραση, τη γεύση και τη γνωστική συμπεριφορά. Επιπλέον, ο ψευδάργυρος είναι απαραίτητος για τη νευρογένεση και τη νευροδιαβίβαση(5). Σύμφωνα με μελέτες, έχει πιθανή δράση στην ενίσχυση της ανδρικής γονιμότητας, τη μείωση εμφάνισης ορισμένων μορφών καρκίνου, τη βελτίωση της διάθεσης, την ενίσχυση της ανάπτυξης στα παιδιά αλλά και ως αντιφλεγμονώδες και ανοσοτροποιητικό (4).
Η πλειοψηφία των ερευνών για τον ψευδάργυρο έχει επικεντρωθεί στα οφέλη που προσφέρει η πρόσληψή του και τις συνέπειες της ανεπάρκειάς του, και λιγότερο στις τοξικές του επιδράσεις και τον τρόπο που αλληλεπιδρά με ορισμένες ομάδες φαρμάκων. Στην f-anazitisi και συγκεκριμένα στην καρτέλα για τον Ψευδάργυρο περιλαμβάνονται πληροφορίες τόσο για τα πλεονεκτήματα όσο και για τους κινδύνους που ενέχει η λήψη του.
Ανεπάρκεια Ψευδαργύρου
Αν και η σοβαρή ανεπάρκεια ψευδαργύρου είναι σχετικά σπάνια, η ήπια έως μέτρια εξάντληση φαίνεται να είναι αρκετά διαδεδομένη, οδηγώντας σε ένα ευρύ φάσμα διαταραχών (2,4). Συγκεκριμένα, οι ασθενείς που παρουσιάζουν ανεπάρκεια ψευδαργύρου εμφανίζουν συμπτώματα όπως διάρροια, μειωμένη ανοσοποιητική λειτουργία, λοιμώξεις, απώλεια μνήμης, γνωστικές διαταραχές, δερματικές αλλοιώσεις κ.α. Επίσης θεωρείται παράγοντας κινδύνου για αναιμία, γαστρεντερική δυσλειτουργία, ηπατοσπληνομεγαλία και υπογοναδισμό (4). Η ανεπάρκεια μητρικού ψευδαργύρου κατά τη διάρκεια της κύησης είναι συχνότερη σε γυναίκες με εντεροπαθητική ακροδερματίτιδα και έχει συσχετιστεί με παρατεταμένο ή πρόωρο τοκετό, αιμορραγία μετά τον τοκετό και/ή μειωμένο βάρος γέννησης (2).
Διατροφικές πηγές & Δοσολογία συμπληρώματος διατροφής
Το ανώτατο όριο της πρόσληψης ενός θρεπτικού συστατικού έχει οριστεί ως η μέγιστη πρόσληψη από τροφή, νερό και συμπληρώματα διατροφής (1). Οι κύριες διατροφικές πηγές πρόσληψης είναι το κόκκινο κρέας (μοσχάρι, αρνί, συκώτι) και τα οστρακοειδή.
Η μέση ημερήσια διαιτητική πρόσληψη ψευδαργύρου σε πληθυσμούς από διάφορες χώρες κυμαίνεται μεταξύ 4,7-18,6 mg, με την τυπική μέση δοσολογία να ορίζεται στα 15mg (5). Το ανώτατο επίπεδο ανεκτής πρόσληψης για τους ενήλικες είναι τα 40mg ημερησίως (6).
Τοξικότητα ψευδαργύρου – Ανεπιθύμητες ενέργειες
Τα περισσότερα κείμενα ανασκόπησης υποδεικνύουν ότι ο ψευδάργυρος είναι σχετικά μη τοξικός και πως ο ανθρώπινος οργανισμός παρουσιάζει σημαντική ανοχή σε υψηλές προσλήψεις ψευδαργύρου. Παρόλα αυτά, υπάρχουν αυξανόμενες ενδείξεις ότι η χρήση συμπληρωμάτων ψευδαργύρου, σε υπερβολικές ποσότητες ή σε μικρότερες ποσότητες αλλά σε χρόνια βάση, μπορεί να έχει δυσμενείς συνέπειες (3).
Οι κοινές ανεπιθύμητες ενέργειες της υπερβολικής πρόσληψης ψευδαργύρου περιλαμβάνουν τη μεταλλική γεύση, ναυτία, έμετο, κοιλιακές κράμπες και διάρροια. Η παρατεταμένη έκθεση σε ποσότητες μεγαλύτερες από το ανεκτό ανώτερο επίπεδο πρόσληψης μπορεί να καταστείλει την ανοσία, να μειώσει τα επίπεδα της HDL χοληστερόλης και να προκαλέσει υποχρωμική μικροκυτταρική αναιμία και ανεπάρκεια χαλκού (6).
Όσον αφορά ειδικές πληθυσμιακές ομάδες, όπως οι έγκυες, η λήψη δόσεων ψευδαργύρου άνω της συνιστώμενης ημερήσιας διαιτητικής πρόσληψης πρέπει να αποφεύγεται, καθώς η περίσσεια ψευδαργύρου κατά τη διάρκεια της εμβρυογένεσης μπορεί να είναι τερατογόνος ή θανατηφόρος (5).
Αλληλεπιδράσεις του ψευδαργύρου
Αρκετές μελέτες έχουν ως αντικείμενο τις αλληλεπιδράσεις του ψευδαργύρου με φάρμακα ή άλλες ουσίες. Οι κινολόνες, οι τετρακυκλίνες και η πενικιλλαμίνη σχηματίζουν μη απορροφήσιμα σύμπλοκα με τον ψευδάργυρο, με αποτέλεσμα την αναστολή της απορρόφησης του φαρμάκου ή του ψευδαργύρου αντίστοιχα. Άλλες ουσίες που παρεμποδίζουν την απορρόφηση του ψευδαργύρου, με πιθανό αποτέλεσμα την εμφάνιση ανεπάρκειας, είναι ο σίδηρος, το οξαλικό οξύ και το φυτικό οξύ που συναντάται κυρίως στα δημητριακά και τα όσπρια (6).
Συμπερασματικά, η λήψη συμπληρωμάτων ψευδαργύρου είναι ωφέλιμη για τον ανθρώπινο οργανισμό, ειδικά σε περιπτώσεις ανεπάρκειας, όμως θα πρέπει να γίνεται με προσοχή λόγω των δυσμενών επιδράσεων που μπορεί να επιφέρει.
Πηγές
- Ceballos-Rasgado, M., Lowe, N.M., Mallard, S., Clegg, A., Moran, V.H., Harris, C., et al. (2022). Adverse Effects of Excessive Zinc Intake in Infants and Children Aged 0-3 Years: A Systematic Review and Meta-Analysis. Adv Nutr., 13(6):2488-2518. https://doi.org/10.1093/advances/nmac088
- Chaffee, B.W., King, J.C. (2012). Effect of zinc supplementation on pregnancy and infant outcomes: a systematic review. Paediatr Perinat Epidemiol, 26 Suppl 1(0 1):118-37. https://doi.org/10.1111/j.1365-3016.2012.01289.x
- Fosmire, G.J. (1990). Zinc toxicity. Am J Clin Nutr, 51(2):225-7. https://doi.org/10.1093/ajcn/51.2.225
- Li, J., Cao, D., Huang, Y., Chen, B., Chen, Z., Wang, R., et al. (2022). Zinc Intakes and Health Outcomes: An Umbrella Review. Front Nutr, 9:798078. https://doi.org/10.3389/fnut.2022.798078
- Maret, W., Sandstead, H.H. (2006). Zinc requirements and the risks and benefits of zinc supplementation. J Trace Elem Med Biol, 20(1):3-18. https://doi.org/10.1016/j.jtemb.2006.01.006
- Saper, R.B., Rash, R. (2009). Zinc: an essential micronutrient. Am Fam Physician, 79(9):768-72.